- κεστρωτός
- κεστρ-ωτός, ή, όν,A with the point hardened in the fire, ξύλον Id.II executed by the encaustic process, Plin.HN11.126.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεστρωτός — κεστρωτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σκληρυνθεί στο άκρο του με τη φωτιά 2. αυτός που έχει κατασκευαστεί με το γλυπτικό ζωγραφικό εργαλείο κέστρο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρον, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κεστρῶ] … Dictionary of Greek
κεστρωτόν — κεστρωτός with the point hardened in the fire masc acc sg κεστρωτός with the point hardened in the fire neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)